- οπισθοσφενδόνη
- ὀπισθοσφενδόνη, ἡ (Α)το πίσω μέρος σφενδόνης, δηλ. δακτυλιδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + σφενδόνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοσφενδόνη — the back part of a ring fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοσφενδόνην — ὀπισθοσφενδόνη the back part of a ring fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
Ευκλείδας — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Χαράκτης νομισμάτων των Συρακουσών. Εργάστηκε γύρω στο 420 π.Χ., υπό την επιρροή του Φειδία. Εκτός από τον τύπο της γυναικείας κεφαλής με τα μαλλιά μαζεμένα σε δίχτυ (οπισθοσφενδόνη) και το σκουλαρίκι, δημιούργησε έναν νέο… … Dictionary of Greek